- ἀλεξίμβροτος
- ᾰλεξίμβροτος, -ον1 giving assistance to men Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πομπαῖς (sc. against illness) P. 5.91
πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ N. 8.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ N. 8.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αλεξίμβροτος — ἀλεξίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους 2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βροτός] … Dictionary of Greek
ἀλεξιμβρότοις — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιμβρότου — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιμβρότους — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιμβρότῳ — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek